- οἰκοδεσπόζω
- οἰκο-δεσπόζω, of a planet,A to be dominant, Ptol.Tetr.121.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικοδεσπόζω — οἰκοδεσπόζω (Α) (για πλανήτη) επικρατώ, δεσπόζω, κυριαρχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπόζω] … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek